- ακλώσσευτος
- ακλώσσιστος, η , ο1) не сидевший на яйцах, не высидевший цыплят; 2) ненасиженный (о яйцах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακλώσσευτος — η, ο [κλωσσεύω] 1. (για αβγά) ο ακατάλληλος για επώαση 2. ο ακλώσσητος … Dictionary of Greek